ὑποστερνισάμενος

ὑποστερνισάμενος
ὑποστερνίζομαι
place under one's breast
aor part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποστερνίζομαι — Α βάζω κάτι κάτω από το στέρνο μου («φελλοὺς πλατεῑς ὑποστερνισάμενος καὶ τὸ σῶμα τῇ κουφότητι τοῡ ὀχἡματος παραθεμένος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στέρνον + κατάλ. ίζομαι (πρβλ. περι στερνίζομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”